- φιλεταίρως
- φιλέταιροςfond of one's comradesadverbialφιλέταιροςfond of one's comradesmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλεταίρως — Φιλέταιρος fond of one s comrades masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέταιρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Περγάμου (3ος αι. π.Χ.). Ίδρυσε το βασίλειο της Περγάμου, που στα χρόνια των Ατταλίδων γνώρισε μεγάλη ακμή. Ενώ ήταν διοικητής του φρουρίου της Περγάμου, υπό τις διαταγές του Λυσιμάχου, του βασιλιά της… … Dictionary of Greek